ανατολικοασιάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανατολικοασιάτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανατολικοασιάτης αρσενικό (θηλυκό ανατολικοασιάτισσα)
- πρόσωπο από την ανατολική Ασία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανατολικοασιάτης