Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναρχοπρωτογονισμός οι αναρχοπρωτογονισμοί
      γενική του αναρχοπρωτογονισμού των αναρχοπρωτογονισμών
    αιτιατική τον αναρχοπρωτογονισμό τους αναρχοπρωτογονισμούς
     κλητική αναρχοπρωτογονισμέ αναρχοπρωτογονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναρχοπρωτογονισμός < αγγλική anarcho-primitivism

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναρχοπρωτογονισμός αρσενικό

  • κλάδος του πράσινου αναρχισμού και μία τάση του οικολογικού κινήματος. Η νεότερη ονομασία του είναι πριμιτιβισμός (αναφέρεται και ως πρωτογονισμός)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία