Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναρχοκομμουνιστής οι αναρχοκομμουνιστές
      γενική του αναρχοκομμουνιστή των αναρχοκομμουνιστών
    αιτιατική τον αναρχοκομμουνιστή τους αναρχοκομμουνιστές
     κλητική αναρχοκομμουνιστή αναρχοκομμουνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναρχοκομμουνιστής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναρχοκομμουνιστής αρσενικό

  1. (γενικότερα) οπαδός του αναρχοκομμουνισμού
  2. (παρωχημένο) (μειωτικό) συγκεντρωτικός αόριστος χαρακτηρισμός αναρχικών, κομμουνιστών ή πολιτικά ενεργών ατόμων προερχόμενων από την αριστερά

  Μεταφράσεις επεξεργασία