Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναρχικότητα οι αναρχικότητες
      γενική της αναρχικότητας των αναρχικοτήτων
    αιτιατική την αναρχικότητα τις αναρχικότητες
     κλητική αναρχικότητα αναρχικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναρχικότητα < αναρχία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναρχικότητα θηλυκό (χωρίς πληθ.)

  1. συμπεριφορά που δεν διακρίνεται από τάξη και πειθαρχία, όχι με την έννοια της θεωρίας ή του χαρακτηριστικού του πολιτικού ρεύματος του αναρχισμού (αφού δεν υπάρχει "σοσιαλιστικότητα"", "κομμουνιστικότητα" ή "ακροδεξιότητα") αλλά περιορισμένα για την άτακτη, άναρχη συμπεριφορά στην καθημερινότητα.
  2. η τάση προς τον αναρχισμό ως πολιτικού ρεύματος ή η συνέπεια προς τις αρχές του αναρχισμού (χρήση αντίστοιχη της "σοσιαλιστικότητας" σε φράσεις βουλευτών του ΠΑΣΟΚ όπως "αμφισβητούν τη σοσιαλιστικότητά" μου με τους περισσότερους πάντως να βάζουν τουλάχιστον την λέξη εντός εισαγωγικών ως ανύπαρκτη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία