αναρή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναρή | οι | αναρές |
γενική | της | αναρής | των | αναρών |
αιτιατική | την | αναρή | τις | αναρές |
κλητική | αναρή | αναρές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναρή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναρή θηλυκό (κυπριακά)
- (τυρί) ονομασία μαλακού κυπριακού τυριού με χαμηλά λιπαρά (παρόμοιο με το ανθότυρο), το οποίο παράγεται ταυτόχρονα με το χαλούμι
Συγγενικά
επεξεργασία- αναρόαλον, αναρόγαλο το γάλα που περισσεύει από την τυροκόμηση και χρησιμοποιείται στην παρασκευή της αναρής
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναρή
|