Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναλαμπίδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αναλαμπίδ
α
οι
αναλαμπίδ
ες
γενική
της
αναλαμπίδ
ας
των
αναλαμπίδ
ων
αιτιατική
την
αναλαμπίδ
α
τις
αναλαμπίδ
ες
κλητική
αναλαμπίδ
α
αναλαμπίδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναλαμπίδα
<
ανά
+
λάμπω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναλαμπίδα
θηλυκό
(
έντομο
) η
πυγολαμπίδα
μαγεύτηκε από το φως μιας
αναλαμπίδας