αναδεξιμιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναδεξιμιά | οι | αναδεξιμιές |
γενική | της | αναδεξιμιάς | των | αναδεξιμιών |
αιτιατική | την | αναδεξιμιά | τις | αναδεξιμιές |
κλητική | αναδεξιμιά | αναδεξιμιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναδεξιμιά < θηλυκό του αναδεξιμιός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναδεξιμιά θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αναδεξιμιός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναδεξιμιά
→ δείτε τη λέξη βαφτισιμιά |