αμμοδόχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμμοδόχος < αμμο- + -δόχος (δέχομαι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμμοδόχος θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αμμοδοχείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμμοδόχος
|