αλυγισία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλυγισία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλυγισία θηλυκό
- η ακαμψία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλυγισία
→ δείτε τη λέξη ακαμψία |
αλυγισία θηλυκό
→ δείτε τη λέξη ακαμψία |