αλευροβιοτεχνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλευροβιοτεχνία θηλυκό
- βιοτεχνία παραγωγής αλεύρων, ή συσκευασίας και διάθεσης αυτών
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλευροβιοτεχνία
|
αλευροβιοτεχνία θηλυκό
|