αλβανιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /al.va.niˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐βα‐νι‐στής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλβανιστής αρσενικό (θηλυκό αλβανίστρια)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλβανιστής
→ δείτε τη λέξη αλβανολόγος |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αλβανιστής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .