ακαταρτισία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακαταρτισία | οι | ακαταρτισίες |
γενική | της | ακαταρτισίας | των | ακαταρτισιών |
αιτιατική | την | ακαταρτισία | τις | ακαταρτισίες |
κλητική | ακαταρτισία | ακαταρτισίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακαταρτισία < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ka.taɾˈti.si.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐ταρ‐τη‐σί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακαταρτισία θηλυκό
- η έλλειψη κατάρτισης, γνώσεων σε έναν ειδικό τομέα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακαταρτισία
|