• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αθόμελη

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Άλλες μορφές
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθόμελη οι αθόμελες
      γενική της αθόμελης των αθομελών
    αιτιατική την αθόμελη τις αθόμελες
     κλητική αθόμελη αθόμελες
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αθόμελη < ανθόμελο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αθόμελη θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) (ιδιωματικό) ανθόμελο

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • αθόμελο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αθόμελη
  • → δείτε τη λέξη ανθόμελο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αθόμελη&oldid=3477005"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Φεβρουαρίου 2015, στις 07:01

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Φεβρουαρίου 2015, στις 07:01.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie