• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αζαλέα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
Αζαλέα από την Ιαπωνία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αζαλέα οι αζαλέες
      γενική της αζαλέας των αζαλεών
    αιτιατική την αζαλέα τις αζαλέες
     κλητική αζαλέα αζαλέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αζαλέα < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αζαλέα θηλυκό

  • (λουλούδι) καλλωπιστικό θαμνώδες φυτό που ανήκει στο γένος Rhododendron

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • αζαλέα στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αζαλέα
  • αγγλικά : azalea (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αζαλέα&oldid=5555532"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Απριλίου 2022, στις 12:52

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Polski
    • Română
    • Русский
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Απριλίου 2022, στις 12:52.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας