αεροτεχνική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεροτεχνική | ||
γενική | της | αεροτεχνικής | ||
αιτιατική | την | αεροτεχνική | ||
κλητική | αεροτεχνική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεροτεχνική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεροτεχνική θηλυκό
- τεχνολογία που αποσκοπεί στην εφαρμογή των νόμων της αεροδυναμικής στην κατασκευή ιπτάμενων συσκευών
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεροτεχνική
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αεροτεχνική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αεροτεχνικός