αεριοκίνηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεριοκίνηση | οι | αεριοκινήσεις |
γενική | της | αεριοκίνησης* | των | αεριοκινήσεων |
αιτιατική | την | αεριοκίνηση | τις | αεριοκινήσεις |
κλητική | αεριοκίνηση | αεριοκινήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αεριοκινήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεριοκίνηση (νεολογισμός)[1] < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεριοκίνηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεριοκίνηση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 13, έτος 2015, ISSN: 1106‑8027