αεριοκίνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεριοκίνηση | οι | αεριοκινήσεις |
γενική | της | αεριοκίνησης* | των | αεριοκινήσεων |
αιτιατική | την | αεριοκίνηση | τις | αεριοκινήσεις |
κλητική | αεριοκίνηση | αεριοκινήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αεριοκινήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αεριοκίνηση (νεολογισμός)[1] < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεριοκίνηση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αεριοκίνηση
|