Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεραπόβαση οι αεραποβάσεις
      γενική της αεραπόβασης* των αεραποβάσεων
    αιτιατική την αεραπόβαση τις αεραποβάσεις
     κλητική αεραπόβαση αεραποβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αεραποβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αεραπόβαση από ελικόπτερο
 
Αεραπόβαση δια αεροπλάνου

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεραπόβαση < αερ- + απόβαση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεραπόβαση θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος, αεροπορικός όρος) απόβαση που επιχειρείται με αεροπλάνα και ελικόπτερα,
    ※  Το πρώτο κλιμάκιο της αεραποβάσεως είχε πατήσει τη γη της Κρήτης ! (Αλέξανδρος Λ. Ζαούσης, Οι δυο όχθες, 1939-1945: μια προσπάθεια για εθνική συμφιλίωση, τόμος 1, εκδόσεις Παπαζήση, 1987, σελ. 354)
  2. είδος στρατιωτικής επέμβασης ή επιχείρησης

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία