Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγριλίδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αγριλίδ
α
οι
αγριλίδ
ες
γενική
της
αγριλίδ
ας
των
αγριλίδ
ων
αιτιατική
την
αγριλίδ
α
τις
αγριλίδ
ες
κλητική
αγριλίδ
α
αγριλίδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγριλίδα
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀγριελαία
/
ἀγριέλαιος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριλίδα
θηλυκό
(
ιδιωματικό
) (
φυτό
)
αγριελιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριλίδα
→
δείτε
τη λέξη
αγριελιά