↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγκτήρας οι αγκτήρες
      γενική του αγκτήρα των αγκτήρων
    αιτιατική τον αγκτήρα τους αγκτήρες
     κλητική αγκτήρα αγκτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκτήρας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγκτήρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγκτήρας αρσενικό

  1. (ιατρική) χειρουργική λαβίδα που συγκρατεί τα χείλη ενός τραύματος ενώ συρράπτεται
  2. (στον πληθυντικό) οι αγκτήρες: ιατρικός επίδεσμος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία