Δείτε επίσης: ἀγκουσεύω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκουσεύω < αγκούσ(α) + -εύω [1][2] Δείτε και το μεσαιωνικό ἀγκουσεύω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aŋ.ɡuˈse.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκου‐σεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

αγκουσεύω, αόρ.: αγκούσεψα, παθ.φωνή: αγκουσεύομαι, π.αόρ.: αγκουσεύτηκα, μτχ.π.π.: αγκουσεμένος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αγκούσα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία