Δείτε επίσης: ἀγκουσεύω

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκουσεύω < αγκούσ(α) + -εύω [1][2] Δείτε και το μεσαιωνικό ἀγκουσεύω.

αγκουσεύω, αόρ.: αγκούσεψα, παθ.φωνή: αγκουσεύομαι, π.αόρ.: αγκουσεύτηκα, μτχ.π.π.: αγκουσεμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία