αγκουσεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɡuˈse.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκου‐σεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίααγκουσεύω, αόρ.: αγκούσεψα, παθ.φωνή: αγκουσεύομαι, π.αόρ.: αγκουσεύτηκα, μτχ.π.π.: αγκουσεμένος
- (λογοτεχνικό)
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί
- (αμετάβατο) αισθάνομαι αναπνευστική δυσφορία, ανασαίνω με δυσκολία
- (αμετάβατο) στενοχωριέμαι, υποφέρω
Συγγενικά
επεξεργασία- αγκούσεμα
- αγκουσεμένος
- αγκουσεύω, αγκουσεύομαι
- αγκουσομανάω / αγκουσομανώ, αγκουσομανιέμαι
- παραγκουσεύω
- περσαγκουσεύω
→ και δείτε τη λέξη αγκούσα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγκουσεύω | αγκούσευα | θα αγκουσεύω | να αγκουσεύω | αγκουσεύοντας | |
β' ενικ. | αγκουσεύεις | αγκούσευες | θα αγκουσεύεις | να αγκουσεύεις | αγκούσευε | |
γ' ενικ. | αγκουσεύει | αγκούσευε | θα αγκουσεύει | να αγκουσεύει | ||
α' πληθ. | αγκουσεύουμε | αγκουσεύαμε | θα αγκουσεύουμε | να αγκουσεύουμε | ||
β' πληθ. | αγκουσεύετε | αγκουσεύατε | θα αγκουσεύετε | να αγκουσεύετε | αγκουσεύετε | |
γ' πληθ. | αγκουσεύουν(ε) | αγκούσευαν αγκουσεύαν(ε) |
θα αγκουσεύουν(ε) | να αγκουσεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγκούσεψα | θα αγκουσέψω | να αγκουσέψω | αγκουσέψει | ||
β' ενικ. | αγκούσεψες | θα αγκουσέψεις | να αγκουσέψεις | αγκούσεψε | ||
γ' ενικ. | αγκούσεψε | θα αγκουσέψει | να αγκουσέψει | |||
α' πληθ. | αγκουσέψαμε | θα αγκουσέψουμε | να αγκουσέψουμε | |||
β' πληθ. | αγκουσέψατε | θα αγκουσέψετε | να αγκουσέψετε | αγκουσέψτε | ||
γ' πληθ. | αγκούσεψαν αγκουσέψαν(ε) |
θα αγκουσέψουν(ε) | να αγκουσέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγκουσέψει | είχα αγκουσέψει | θα έχω αγκουσέψει | να έχω αγκουσέψει | ||
β' ενικ. | έχεις αγκουσέψει | είχες αγκουσέψει | θα έχεις αγκουσέψει | να έχεις αγκουσέψει | ||
γ' ενικ. | έχει αγκουσέψει | είχε αγκουσέψει | θα έχει αγκουσέψει | να έχει αγκουσέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγκουσέψει | είχαμε αγκουσέψει | θα έχουμε αγκουσέψει | να έχουμε αγκουσέψει | ||
β' πληθ. | έχετε αγκουσέψει | είχατε αγκουσέψει | θα έχετε αγκουσέψει | να έχετε αγκουσέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγκουσέψει | είχαν αγκουσέψει | θα έχουν αγκουσέψει | να έχουν αγκουσέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγκουσεύομαι | αγκουσευόμουν(α) | θα αγκουσεύομαι | να αγκουσεύομαι | ||
β' ενικ. | αγκουσεύεσαι | αγκουσευόσουν(α) | θα αγκουσεύεσαι | να αγκουσεύεσαι | ||
γ' ενικ. | αγκουσεύεται | αγκουσευόταν(ε) | θα αγκουσεύεται | να αγκουσεύεται | ||
α' πληθ. | αγκουσευόμαστε | αγκουσευόμαστε αγκουσευόμασταν |
θα αγκουσευόμαστε | να αγκουσευόμαστε | ||
β' πληθ. | αγκουσεύεστε | αγκουσευόσαστε αγκουσευόσασταν |
θα αγκουσεύεστε | να αγκουσεύεστε | (αγκουσεύεστε) | |
γ' πληθ. | αγκουσεύονται | αγκουσεύονταν αγκουσευόντουσαν |
θα αγκουσεύονται | να αγκουσεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγκουσεύτηκα | θα αγκουσευτώ | να αγκουσευτώ | αγκουσευτεί | ||
β' ενικ. | αγκουσεύτηκες | θα αγκουσευτείς | να αγκουσευτείς | αγκουσέψου | ||
γ' ενικ. | αγκουσεύτηκε | θα αγκουσευτεί | να αγκουσευτεί | |||
α' πληθ. | αγκουσευτήκαμε | θα αγκουσευτούμε | να αγκουσευτούμε | |||
β' πληθ. | αγκουσευτήκατε | θα αγκουσευτείτε | να αγκουσευτείτε | αγκουσευτείτε | ||
γ' πληθ. | αγκουσεύτηκαν αγκουσευτήκαν(ε) |
θα αγκουσευτούν(ε) | να αγκουσευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγκουσευτεί | είχα αγκουσευτεί | θα έχω αγκουσευτεί | να έχω αγκουσευτεί | αγκουσεμένος | |
β' ενικ. | έχεις αγκουσευτεί | είχες αγκουσευτεί | θα έχεις αγκουσευτεί | να έχεις αγκουσευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγκουσευτεί | είχε αγκουσευτεί | θα έχει αγκουσευτεί | να έχει αγκουσευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγκουσευτεί | είχαμε αγκουσευτεί | θα έχουμε αγκουσευτεί | να έχουμε αγκουσευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγκουσευτεί | είχατε αγκουσευτεί | θα έχετε αγκουσευτεί | να έχετε αγκουσευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγκουσευτεί | είχαν αγκουσευτεί | θα έχουν αγκουσευτεί | να έχουν αγκουσευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγκουσεμένος - είμαστε, είστε, είναι αγκουσεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγκουσεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγκουσεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγκουσεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγκουσεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγκουσεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγκουσεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγκουσεύω
|
- ↑ αγκουσεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αγκουσεύω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας