αγκουσεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɡuˈse.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκου‐σεύ‐ο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίααγκουσεύομαι, π.αόρ.: αγκουσεύτηκα, μτχ.π.π.: αγκουσεμένος
- παθητική φωνή του ρήματος αγκουσεύω