Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγκαθοκόπος οι αγκαθοκόποι
      γενική του αγκαθοκόπου των αγκαθοκόπων
    αιτιατική τον αγκαθοκόπο τους αγκαθοκόπους
     κλητική αγκαθοκόπε αγκαθοκόποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκαθοκόπος < αγκάθι + παραγ. κατάληξη -κόπος < κόπτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγκαθοκόπος αρσενικό

  • δρεπάνι χρήσιμο για την κοπή αγκαθιών

  Μεταφράσεις επεξεργασία