Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγκαθοκόπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αγκαθοκόπ
ος
οι
αγκαθοκόπ
οι
γενική
του
αγκαθοκόπ
ου
των
αγκαθοκόπ
ων
αιτιατική
τον
αγκαθοκόπ
ο
τους
αγκαθοκόπ
ους
κλητική
αγκαθοκόπ
ε
αγκαθοκόπ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγκαθοκόπος
<
αγκάθι
+ παραγ. κατάληξη
-κόπος
<
κόπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγκαθοκόπος
αρσενικό
δρεπάνι χρήσιμο για την κοπή αγκαθιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγκαθοκόπος