Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγγλοσαξονισμός οι αγγλοσαξονισμοί
      γενική του αγγλοσαξονισμού των αγγλοσαξονισμών
    αιτιατική τον αγγλοσαξονισμό τους αγγλοσαξονισμούς
     κλητική αγγλοσαξονισμέ αγγλοσαξονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγλοσαξονισμός < Αγγλοσάξονες + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγγλοσαξονισμός αρσενικό

  • η φυλετική και εθνική ταυτότητα, που δημιουργήθηκε αρχικά μεταξύ των πρώτων λαών της γεωγραφικής περιοχής την οποία αποκαλούμε σήμερα Αγγλία και σήμερα αφορά το σύγχρονο αγγλοσαξονικό κόσμο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία