↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαπητικότητα οι αγαπητικότητες
      γενική της αγαπητικότητας των αγαπητικοτήτων
    αιτιατική την αγαπητικότητα τις αγαπητικότητες
     κλητική αγαπητικότητα αγαπητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el

επεξεργασία

αγαπητικότητα < αγαπητικός + -ότητα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγαπητικότητα θηλυκό

  1. η καθημερινή βίωση αγάπης
  2. η αφετηρία κάθε δράσης και σκέψης με κριτήριο-κίνητρο την αγάπη, σκέψη και δράση υπό το πρίσμα της αγάπης, κινητοποίηση-δραστηριοποίηση λόγω αγάπης