Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαμογένεση οι αγαμογενέσεις
      γενική της αγαμογένεσης* των αγαμογενέσεων
    αιτιατική την αγαμογένεση τις αγαμογενέσεις
     κλητική αγαμογένεση αγαμογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγαμογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγαμογένεση < άγαμος + γένεση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγαμογένεση θηλυκό

  • αναπαραγωγή χωρίς συνένωση αρρένων και θηλέων γαμετών. Στη περίπτωση αυτή ο θηλυκός γαμέτης αναπτύσσεται αγενώς χωρίς γονιμοποίηση.

  Μεταφράσεις επεξεργασία