αγαθοπιστία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγαθοπιστία < αγαθόπιστος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαθοπιστία θηλυκό
- η καλοπροαίρετη και αβασάνιστη αποδοχή των λεγομένων, η ευπιστία
- έδειξε τέτοια αγαθοπιστία στη συζήτηση, που ειλικρινά θα μπορούσα να τον πείσω για οτιδήποτε