Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαθοπιστία οι αγαθοπιστίες
      γενική της αγαθοπιστίας των αγαθοπιστιών
    αιτιατική την αγαθοπιστία τις αγαθοπιστίες
     κλητική αγαθοπιστία αγαθοπιστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγαθοπιστία < αγαθόπιστος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγαθοπιστία θηλυκό

  1. η καλοπροαίρετη και αβασάνιστη αποδοχή των λεγομένων, η ευπιστία
    έδειξε τέτοια αγαθοπιστία στη συζήτηση, που ειλικρινά θα μπορούσα να τον πείσω για οτιδήποτε

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία