ἀγάλλω
(Ανακατεύθυνση από αγάλλω)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἀγάλλω | ἀγάλλομαι |
Παρατατικός | ἤγαλλον | ἠγαλλόμην |
Μέλλοντας | ἀγαλῶ | ----(*)---- |
Αόριστος | ἤγηλα | ἠγάλθην |
Παρακείμενος | ----(*)---- | ----(*)---- |
Υπερσυντέλικος | ----(*)---- | ----(*)---- |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀγάλλω α) < ἀγαλός (με μετάθεση του γράμματος λ από το ἀγλαός: ἀγαλ + j + ω και με αφομοίωση του j σε λ > ἀγάλλω.
- ἀγάλλω β) < ἄγαν (άλλη άποψη) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίαἀγάλλω
- (+ αιτιατική ἀγάλλω τινά) τιμώ κάποιον, λαμπρύνω, κοσμώ κάποιον
- (ἀγάλλομαι + δοτική αιτίας: τινί)χαίρομαι για κάτι
- (με εμπρόθετο προσδιορισμό αιτίας) καυχιέμαι για κάτι
- (με κατηγορηματική μετοχή) χαίρομαι να ...
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- Ελλιπές ρήμα: ο παρατατικός, μέλλων και αόριστος είναι μεταγενέστεροι, με συνέπεια το ρήμα να συμπληρώνεται με διάφορες περιφράσεις συγγενών ρηματικών τύπων π.χ. περιχαρής γίγνομαι. Για πρώτη φορά απαντά στον Όμηρο, ενώ στην ιστορική γραμματεία αναφέρεται από τον Πλάτωνα (Νόμοι 931γ) και τον Θουκυδίδη (2, 44) κ.ά.
Πηγές
επεξεργασία- ἀγάλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.