Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβικέννια οι αβικέννιες
      γενική της αβικέννιας των αβικεννιών
    αιτιατική την αβικέννια τις αβικέννιες
     κλητική αβικέννια αβικέννιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβικέννια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβικέννια θηλυκό

  • (φυτό) φυτό που ανήκει στο γένος Avicennia, κυρίως των τροπικών περιοχών, αείφυλλοι θάμνοι ή μικρά δέντρα της οικογένειας των Βερβενιδών

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Avicennia στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία