Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκλουση οι εκλούσεις
      γενική της έκλουσης* των εκλούσεων
    αιτιατική την έκλουση τις εκλούσεις
     κλητική έκλουση εκλούσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκλούσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έκλουση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έκλουση θηλυκό

  1. (χημεία) η διαδικασία αφαίρεσης υλικών με έκπλυση με διαλύτη
  2. η έκπλυση με στάξιμο υγρού από πάνω (όχι εμβάπτιση/βούτηγμα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία