άχρωμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
άχρωμα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άχρωμα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
άχρωμα
- άχρωμο, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού
![]() |
άχρωμα
|
άχρωμα