άστραμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άστραμμα < αστράπτω
Ουσιαστικό επεξεργασία
άστραμμα ουδέτερο
- ξαφνική και ζωηρή λάμψη
- εκεί που περπατούσα στο δρόμο, είδα ένα άστραμμα και τότε κατάλαβα ότι επρόκειτο να βρέξει
Μεταφράσεις επεξεργασία
άστραμμα
|