Δείτε επίσης: ἄπλοια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άπλοια οι άπλοιες
      γενική της άπλοιας των απλοιών
    αιτιατική την άπλοια τις άπλοιες
     κλητική άπλοια άπλοιες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άπλοια < λείπει η ετυμολογία ἄπλοια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άπλοια θηλυκό

  • η αδυναμία να πλεύσει ένα σκάφος λόγω κακοκαιρίας, οπότε παραμένει αναγκαστικά σε λιμάνι

  Μεταφράσεις επεξεργασία