Ψαριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ψαριώτης | οι | Ψαριώτηδες |
γενική | του | Ψαριώτη* | των | Ψαριώτηδων |
αιτιατική | τον | Ψαριώτη | τους | Ψαριώτηδες |
κλητική | Ψαριώτη | Ψαριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Ψαριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ψαριώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΨαριώτης αρσενικό (θηλυκό Ψαριώτη ή Ψαριώτου)