Χύτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χύτος | οι | Χύτοι |
γενική | του | Χύτου | των | Χύτων |
αιτιατική | τον | Χύτο | τους | Χύτους |
κλητική | Χύτε | Χύτοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Χύτος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧύτος αρσενικό (θηλυκό Χύτου)