Δείτε επίσης: χολαργιώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χολαργιώτισσα οι Χολαργιώτισσες
      γενική της Χολαργιώτισσας των Χολαργιωτισσών
    αιτιατική τη Χολαργιώτισσα τις Χολαργιώτισσες
     κλητική Χολαργιώτισσα Χολαργιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χολαργιώτισσα < Χολαργιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xo.laɾˈʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χο‐λαρ‐γιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χολαργιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Χολαργιώτης