Χαϊδαριώτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χαϊδαριώτισσα < Χαϊδαριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xai̯.ðaɾˈʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χαϊ‐δα‐ριώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χαϊδαριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Χαϊδαριώτης
Συγγενικά επεξεργασία
- χαϊδαριώτικος
- → και δείτε τη λέξη Χαϊδάρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Χαϊδαριώτης
Χαϊδαριώτισσα
|