Δείτε επίσης: χαλανδριώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χαλανδριώτισσα οι Χαλανδριώτισσες
      γενική της Χαλανδριώτισσας των Χαλανδριωτισσών
    αιτιατική τη Χαλανδριώτισσα τις Χαλανδριώτισσες
     κλητική Χαλανδριώτισσα Χαλανδριώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χαλανδριώτισσα < Χαλανδριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.lan.ðɾiˈo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χα‐λαν‐δρι‐ώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χαλανδριώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Χαλανδριώτης