Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Χάνσα
      γενική της Χάνσας
    αιτιατική τη Χάνσα
     κλητική Χάνσα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χάνσα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Hanse (en) < μέση άνω γερμανική hansa < παλαιά άνω γερμανική hansa (εταιρεία, ομάδα)[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χάνσα

  1. (ιστορία) κατά τον Μεσαίωνα, οργανωμένη ομάδα εμπόρων της δυτικής Ευρώπης και κυρίως της Γερμανίας ώστε να αντιμετωπίζουν κινδύνους του εμπορίου, μεταφοράς αγαθών
  2. η Χανσεατική Ένωση

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)