Φιλόλογος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Φιλόλογος | οἱ | Φιλόλογοι |
γενική | τοῦ | Φιλολόγου | τῶν | Φιλολόγων |
δοτική | τῷ | Φιλολόγῳ | τοῖς | Φιλολόγοις |
αιτιατική | τὸν | Φιλόλογον | τοὺς | Φιλολόγους |
κλητική ὦ! | Φιλόλογε | Φιλόλογοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Φιλολόγω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Φιλολόγοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φιλόλογος < φιλόλογος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦιλόλογος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Φιλόλογος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.