Φασίδερι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Φασίδερι | ||
γενική | του | Φασιδερίου | ||
αιτιατική | το | Φασίδερι | ||
κλητική | Φασίδερι | |||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φασίδερι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /faˈsi.ðe.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φα‐σί‐δε‐ρι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦασίδερι ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 337