Φαρσαλιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Φαρσαλιώτης | οι | Φαρσαλιώτηδες |
γενική | του | Φαρσαλιώτη* | των | Φαρσαλιώτηδων |
αιτιατική | τον | Φαρσαλιώτη | τους | Φαρσαλιώτηδες |
κλητική | Φαρσαλιώτη | Φαρσαλιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Φαρσαλιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φαρσαλιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦαρσαλιώτης αρσενικό (θηλυκό Φαρσαλιώτη ή Φαρσαλιώτου)