Φαρμακιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Φαρμακιώτης | οι | Φαρμακιώτηδες |
γενική | του | Φαρμακιώτη* | των | Φαρμακιώτηδων |
αιτιατική | τον | Φαρμακιώτη | τους | Φαρμακιώτηδες |
κλητική | Φαρμακιώτη | Φαρμακιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Φαρμακιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φαρμακιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦαρμακιώτης αρσενικό (θηλυκό Φαρμακιώτη ή Φαρμακιώτου)