Τόκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τόκος | οι | Τόκοι |
γενική | του | Τόκου | των | Τόκων |
αιτιατική | τον | Τόκο | τους | Τόκους |
κλητική | Τόκε | Τόκοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τόκος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤόκος αρσενικό (θηλυκό Τόκου)