Τυριλιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τυριλιώτης | οι | Τυριλιώτηδες |
γενική | του | Τυριλιώτη* | των | Τυριλιώτηδων |
αιτιατική | τον | Τυριλιώτη | τους | Τυριλιώτηδες |
κλητική | Τυριλιώτη | Τυριλιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Τυριλιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τυριλιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤυριλιώτης αρσενικό (θηλυκό Τυριλιώτη ή Τυριλιώτου)