Τυνήσια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τυνήσια | οι | Τυνήσιες |
γενική | της | Τυνήσιας | — | |
αιτιατική | την | Τυνήσια | τις | Τυνήσιες |
κλητική | Τυνήσια | Τυνήσιες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τυνήσια < Τυνήσι(ος) + -α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤυνήσια θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Τυνήσιος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τυνήσιος
Τυνήσια
|