Δείτε επίσης: τσουκαλάδες

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Τσουκαλάδες
      γενική των Τσουκαλάδων
    αιτιατική τους Τσουκαλάδες
     κλητική Τσουκαλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τσουκαλάδες < τσουκαλάδες < πληθυντικός αριθμός του τσουκαλάς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡su.kaˈla.ðes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσου‐κα‐λά‐δες

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τσουκαλάδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία