Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τριταιώτισσα οι Τριταιώτισσες
      γενική της Τριταιώτισσας των Τριταιωτισσών
    αιτιατική την Τριταιώτισσα τις Τριταιώτισσες
     κλητική Τριταιώτισσα Τριταιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τριταιώτισσα < Τριταιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾi.teˈo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρι‐ται‐ώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τριταιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τριταιώτης