Τερέζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τερέζα | ||
γενική | της | Τερέζας | ||
αιτιατική | την | Τερέζα | ||
κλητική | Τερέζα | |||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τερέζα < γερμανική Theresa / Teresa ή αγγλική Theresa / Teresa < λατινική Thera < αρχαία ελληνική Θήρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤερέζα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Θηρεσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία Τερέζα
|