Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θηρεσία < γερμανική Theresia < Theresa < λατινική Thera < αρχαία ελληνική Θήρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θi.ɾe.ˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θη‐ρε‐σί]‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θηρεσία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία