Τασούλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τασούλης < Τάσ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης → δείτε τη λέξη Αναστάσιος
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΤασούλης
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τάσος
Τασούλης
|